ἀσθενεστέρῳ

ἀσθενεστέρῳ
ἀσθενής
without strength
masc/neut dat comp sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • ἀσθενεστέρωι — ἀσθενεστέρῳ , ἀσθενής without strength masc/neut dat comp sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • επεισβάλλω — ἐπεισβάλλω (AM) μσν. 1. διαπερνώ 2. φρ. «ἐπεισβάλλω εἰς τὸν νοῡν» ξαναφέρνω στη σκέψη αρχ. 1. προσθέτω («ἐπεισβαλεῑν ἡδὺ σκύφον τοῡδ ἀσθενεστέρῳ ποτῷ», Ευρ.) 2. εισβάλλω ξανά («ἤν ἐν τῷ θέρει τῷδε... ἐπεσβάλητε τὸ δεύτερον», Θουκ.) 3. (για… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”